Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνευνέτης
συνευνέτις
συνευνίς
συνευνοέομαι
συνευνομιῶται
σύνευνος
συνευπαίδευτος
συνευπάσχω
συνευπορέω
συνευρίσκω
συνευρύνω
συνευσεβέω
συνευσχημονέω
συνευτονέω
συνευτροφέω
συνευτυχέω
συνευφημέω
συνευφράζομαι
συνευφραίνομαι
συνευχή
συνεύχομαι
View word page
συνευρύνω
widen
ShortDef
widen
Debugging
Headword:
συνευρύνω
Headword (normalized):
συνευρύνω
Headword (normalized/stripped):
συνευρυνω
IDX:
85065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85066
Key:
Data
{'content': 'widen'}