Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνευκοσμέω
συνευνάζω
συνευνετέω
συνευνέτης
συνευνέτις
συνευνίς
συνευνοέομαι
συνευνομιῶται
σύνευνος
συνευπαίδευτος
συνευπάσχω
συνευπορέω
συνευρίσκω
συνευρύνω
συνευσεβέω
συνευσχημονέω
συνευτονέω
συνευτροφέω
συνευτυχέω
συνευφημέω
συνευφράζομαι
View word page
συνευπάσχω
to derive profit together
ShortDef
to derive profit together
Debugging
Headword:
συνευπάσχω
Headword (normalized):
συνευπάσχω
Headword (normalized/stripped):
συνευπασχω
IDX:
85062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85063
Key:
Data
{'content': 'to derive profit together'}