Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνευθύνω
συνευκαιρέω
συνευκοσμέω
συνευνάζω
συνευνετέω
συνευνέτης
συνευνέτις
συνευνίς
συνευνοέομαι
συνευνομιῶται
σύνευνος
συνευπαίδευτος
συνευπάσχω
συνευπορέω
συνευρίσκω
συνευρύνω
συνευσεβέω
συνευσχημονέω
συνευτονέω
συνευτροφέω
συνευτυχέω
View word page
σύνευνος
a consort

ShortDef

a consort

Debugging

Headword:
σύνευνος
Headword (normalized):
σύνευνος
Headword (normalized/stripped):
συνευνος
IDX:
85060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85061
Key:

Data

{'content': 'a consort'}