Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνευθυμέομαι
συνευθύνω
συνευκαιρέω
συνευκοσμέω
συνευνάζω
συνευνετέω
συνευνέτης
συνευνέτις
συνευνίς
συνευνοέομαι
συνευνομιῶται
σύνευνος
συνευπαίδευτος
συνευπάσχω
συνευπορέω
συνευρίσκω
συνευρύνω
συνευσεβέω
συνευσχημονέω
συνευτονέω
συνευτροφέω
View word page
συνευνομιῶται
colleagues in the εὐνομία

ShortDef

colleagues in the εὐνομία

Debugging

Headword:
συνευνομιῶται
Headword (normalized):
συνευνομιῶται
Headword (normalized/stripped):
συνευνομιωται
IDX:
85059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85060
Key:

Data

{'content': 'colleagues in the εὐνομία'}