Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεστραμμένως
συνεστώ
συνεταιρίζω
συνέταιρος
συνετίζω
συνετός
συνετυμολογέω
συνεύαδον
συνευαρεστέω
συνευαστήρ
συνευγνωμονέω
συνευδαιμονέω
συνευδοκέω
συνευδόκησις
συνεύδω
συνευεργετέω
συνευημερέω
συνευθυμέομαι
συνευθύνω
συνευκαιρέω
συνευκοσμέω
View word page
συνευγνωμονέω
act fairly together with

ShortDef

act fairly together with

Debugging

Headword:
συνευγνωμονέω
Headword (normalized):
συνευγνωμονέω
Headword (normalized/stripped):
συνευγνωμονεω
IDX:
85042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85043
Key:

Data

{'content': 'act fairly together with'}