Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεσπουδασμένως
συνεσσάδδω
συνεσταλμένως
συνεστέον
συνεστέος
συνεστηκότως
συνεστίασις
συνεστιάτωρ
συνεστιάω
συνέστιος
συνεστραμμένως
συνεστώ
συνεταιρίζω
συνέταιρος
συνετίζω
συνετός
συνετυμολογέω
συνεύαδον
συνευαρεστέω
συνευαστήρ
συνευγνωμονέω
View word page
συνεστραμμένως
in a close packed manner, tersely
ShortDef
in a close packed manner, tersely
Debugging
Headword:
συνεστραμμένως
Headword (normalized):
συνεστραμμένως
Headword (normalized/stripped):
συνεστραμμενως
IDX:
85032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85033
Key:
Data
{'content': 'in a close packed manner, tersely'}