Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεσκευασμένως
συνεσπειραμένως
συνεσπουδασμένως
συνεσσάδδω
συνεσταλμένως
συνεστέον
συνεστέος
συνεστηκότως
συνεστίασις
συνεστιάτωρ
συνεστιάω
συνέστιος
συνεστραμμένως
συνεστώ
συνεταιρίζω
συνέταιρος
συνετίζω
συνετός
συνετυμολογέω
συνεύαδον
συνευαρεστέω
View word page
συνεστιάω
to entertain in one's house
ShortDef
to entertain in one's house
Debugging
Headword:
συνεστιάω
Headword (normalized):
συνεστιάω
Headword (normalized/stripped):
συνεστιαω
IDX:
85030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85031
Key:
Data
{'content': "to entertain in one's house"}