Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνερωτητέον
συνεσθίω
σύνεσις
συνεσκευασμένως
συνεσπειραμένως
συνεσπουδασμένως
συνεσσάδδω
συνεσταλμένως
συνεστέον
συνεστέος
συνεστηκότως
συνεστίασις
συνεστιάτωρ
συνεστιάω
συνέστιος
συνεστραμμένως
συνεστώ
συνεταιρίζω
συνέταιρος
συνετίζω
συνετός
View word page
συνεστηκότως
steadfastly, gravely

ShortDef

steadfastly, gravely

Debugging

Headword:
συνεστηκότως
Headword (normalized):
συνεστηκότως
Headword (normalized/stripped):
συνεστηκοτως
IDX:
85027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85028
Key:

Data

{'content': 'steadfastly, gravely'}