Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνέρχομαι
συνερωτάω
συνερώτησις
συνερωτητέον
συνεσθίω
σύνεσις
συνεσκευασμένως
συνεσπειραμένως
συνεσπουδασμένως
συνεσσάδδω
συνεσταλμένως
συνεστέον
συνεστέος
συνεστηκότως
συνεστίασις
συνεστιάτωρ
συνεστιάω
συνέστιος
συνεστραμμένως
συνεστώ
συνεταιρίζω
View word page
συνεσταλμένως
contractedly

ShortDef

contractedly

Debugging

Headword:
συνεσταλμένως
Headword (normalized):
συνεσταλμένως
Headword (normalized/stripped):
συνεσταλμενως
IDX:
85024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85025
Key:

Data

{'content': 'contractedly'}