Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνερείπω
συνέρεισις
συνερειστικός
συνερέω
συνερίζω
συνέριθος
συνερκτικός
συνερμαϊσταί
σύνερξις
συνέρομαι
συνερπύζω
συνερτικός
συνερύω
συνέρχομαι
συνερωτάω
συνερώτησις
συνερωτητέον
συνεσθίω
σύνεσις
συνεσκευασμένως
συνεσπειραμένως
View word page
συνερπύζω
creep

ShortDef

creep

Debugging

Headword:
συνερπύζω
Headword (normalized):
συνερπύζω
Headword (normalized/stripped):
συνερπυζω
IDX:
85011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85012
Key:

Data

{'content': 'creep'}