Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεργός
συνέργω
συνέρδω
συνερείδω
συνερείπω
συνέρεισις
συνερειστικός
συνερέω
συνερίζω
συνέριθος
συνερκτικός
συνερμαϊσταί
σύνερξις
συνέρομαι
συνερπύζω
συνερτικός
συνερύω
συνέρχομαι
συνερωτάω
συνερώτησις
συνερωτητέον
View word page
συνερκτικός
driving

ShortDef

driving

Debugging

Headword:
συνερκτικός
Headword (normalized):
συνερκτικός
Headword (normalized/stripped):
συνερκτικος
IDX:
85007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85008
Key:

Data

{'content': 'driving'}