Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεργολάβος
σύνεργον
συνεργοπονέω
συνεργός
συνέργω
συνέρδω
συνερείδω
συνερείπω
συνέρεισις
συνερειστικός
συνερέω
συνερίζω
συνέριθος
συνερκτικός
συνερμαϊσταί
σύνερξις
συνέρομαι
συνερπύζω
συνερτικός
συνερύω
συνέρχομαι
View word page
συνερέω
to speak with
ShortDef
to speak with
Debugging
Headword:
συνερέω
Headword (normalized):
συνερέω
Headword (normalized/stripped):
συνερεω
IDX:
85004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85005
Key:
Data
{'content': 'to speak with'}