Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνέργημα
συνεργής
συνεργητέον
συνεργητικός
συνεργία
συνεργολάβος
σύνεργον
συνεργοπονέω
συνεργός
συνέργω
συνέρδω
συνερείδω
συνερείπω
συνέρεισις
συνερειστικός
συνερέω
συνερίζω
συνέριθος
συνερκτικός
συνερμαϊσταί
σύνερξις
View word page
συνέρδω
to join in a work, help

ShortDef

to join in a work, help

Debugging

Headword:
συνέρδω
Headword (normalized):
συνέρδω
Headword (normalized/stripped):
συνερδω
IDX:
84999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85000
Key:

Data

{'content': 'to join in a work, help'}