Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄβιος2
ἀβίοτος
ἀβιωτοποιός
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλαστέω
ἀβλάστητος
ἄβλαστος
ἄβλαυτος
ἀβλεμής
ἀβλεννής
ἀβλεπτέω
ἀβλέπτημα
ἀβλέφαρος
ἀβλεψία
Ἄβληρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρής
View word page
ἀβλεμής
feeble
ShortDef
feeble
Debugging
Headword:
ἀβλεμής
Headword (normalized):
ἀβλεμής
Headword (normalized/stripped):
αβλεμης
IDX:
84
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85
Key:
Data
{'content': 'feeble'}