Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεργέω
συνέργημα
συνεργής
συνεργητέον
συνεργητικός
συνεργία
συνεργολάβος
σύνεργον
συνεργοπονέω
συνεργός
συνέργω
συνέρδω
συνερείδω
συνερείπω
συνέρεισις
συνερειστικός
συνερέω
συνερίζω
συνέριθος
συνερκτικός
συνερμαϊσταί
View word page
συνέργω
to shut up

ShortDef

to shut up

Debugging

Headword:
συνέργω
Headword (normalized):
συνέργω
Headword (normalized/stripped):
συνεργω
IDX:
84998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84999
Key:

Data

{'content': 'to shut up'}