Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεργάτις
συνεργεπιστατέω
συνεργέω
συνέργημα
συνεργής
συνεργητέον
συνεργητικός
συνεργία
συνεργολάβος
σύνεργον
συνεργοπονέω
συνεργός
συνέργω
συνέρδω
συνερείδω
συνερείπω
συνέρεισις
συνερειστικός
συνερέω
συνερίζω
συνέριθος
View word page
συνεργοπονέω
help in work
ShortDef
help in work
Debugging
Headword:
συνεργοπονέω
Headword (normalized):
συνεργοπονέω
Headword (normalized/stripped):
συνεργοπονεω
IDX:
84996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84997
Key:
Data
{'content': 'help in work'}