Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεργάτης
συνεργάτις
συνεργεπιστατέω
συνεργέω
συνέργημα
συνεργής
συνεργητέον
συνεργητικός
συνεργία
συνεργολάβος
σύνεργον
συνεργοπονέω
συνεργός
συνέργω
συνέρδω
συνερείδω
συνερείπω
συνέρεισις
συνερειστικός
συνερέω
συνερίζω
View word page
σύνεργον
implement, tool
ShortDef
implement, tool
Debugging
Headword:
σύνεργον
Headword (normalized):
σύνεργον
Headword (normalized/stripped):
συνεργον
IDX:
84995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84996
Key:
Data
{'content': 'implement, tool'}