Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεργασία
συνεργάτης
συνεργάτις
συνεργεπιστατέω
συνεργέω
συνέργημα
συνεργής
συνεργητέον
συνεργητικός
συνεργία
συνεργολάβος
σύνεργον
συνεργοπονέω
συνεργός
συνέργω
συνέρδω
συνερείδω
συνερείπω
συνέρεισις
συνερειστικός
συνερέω
View word page
συνεργολάβος
contracting for work in partnership with
ShortDef
contracting for work in partnership with
Debugging
Headword:
συνεργολάβος
Headword (normalized):
συνεργολάβος
Headword (normalized/stripped):
συνεργολαβος
IDX:
84994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84995
Key:
Data
{'content': 'contracting for work in partnership with'}