Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεραστής
συνεράω
συνεράω2
συνεργάζομαι
συνεργασία
συνεργάτης
συνεργάτις
συνεργεπιστατέω
συνεργέω
συνέργημα
συνεργής
συνεργητέον
συνεργητικός
συνεργία
συνεργολάβος
σύνεργον
συνεργοπονέω
συνεργός
συνέργω
συνέρδω
συνερείδω
View word page
συνεργής
working with, co-operating
ShortDef
working with, co-operating
Debugging
Headword:
συνεργής
Headword (normalized):
συνεργής
Headword (normalized/stripped):
συνεργης
IDX:
84990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84991
Key:
Data
{'content': 'working with, co-operating'}