Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνερανιστής
συνερανιστός
συνεραστής
συνεράω
συνεράω2
συνεργάζομαι
συνεργασία
συνεργάτης
συνεργάτις
συνεργεπιστατέω
συνεργέω
συνέργημα
συνεργής
συνεργητέον
συνεργητικός
συνεργία
συνεργολάβος
σύνεργον
συνεργοπονέω
συνεργός
συνέργω
View word page
συνεργέω
to work together with, help in work, cooperate

ShortDef

to work together with, help in work, cooperate

Debugging

Headword:
συνεργέω
Headword (normalized):
συνεργέω
Headword (normalized/stripped):
συνεργεω
IDX:
84988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84989
Key:

Data

{'content': 'to work together with, help in work, cooperate'}