Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπωθέω
συνερανίζω
συνερανισμός
συνερανιστής
συνερανιστός
συνεραστής
συνεράω
συνεράω2
συνεργάζομαι
συνεργασία
συνεργάτης
συνεργάτις
συνεργεπιστατέω
συνεργέω
συνέργημα
συνεργής
συνεργητέον
συνεργητικός
συνεργία
συνεργολάβος
σύνεργον
View word page
συνεργάτης
a fellow-workman, helpmate, coadjutor

ShortDef

a fellow-workman, helpmate, coadjutor

Debugging

Headword:
συνεργάτης
Headword (normalized):
συνεργάτης
Headword (normalized/stripped):
συνεργατης
IDX:
84985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84986
Key:

Data

{'content': 'a fellow-workman, helpmate, coadjutor'}