Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπτυγμένως
συνεπῳάζω
συνεπωθέω
συνερανίζω
συνερανισμός
συνερανιστής
συνερανιστός
συνεραστής
συνεράω
συνεράω2
συνεργάζομαι
συνεργασία
συνεργάτης
συνεργάτις
συνεργεπιστατέω
συνεργέω
συνέργημα
συνεργής
συνεργητέον
συνεργητικός
συνεργία
View word page
συνεργάζομαι
to work with, cooperate

ShortDef

to work with, cooperate

Debugging

Headword:
συνεργάζομαι
Headword (normalized):
συνεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεργαζομαι
IDX:
84983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84984
Key:

Data

{'content': 'to work with, cooperate'}