Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεπούλωσις
συνεπουρίζω
συνεπτυγμένως
συνεπῳάζω
συνεπωθέω
συνερανίζω
συνερανισμός
συνερανιστής
συνερανιστός
συνεραστής
συνεράω
συνεράω2
συνεργάζομαι
συνεργασία
συνεργάτης
συνεργάτις
συνεργεπιστατέω
συνεργέω
συνέργημα
συνεργής
συνεργητέον
View word page
συνεράω
to pour together, gather together
ShortDef
to pour together, gather together
to love together with
Debugging
Headword:
συνεράω
Headword (normalized):
συνεράω
Headword (normalized/stripped):
συνεραω
IDX:
84981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84982
Key:
Data
{'content': 'to pour together, gather together'}