Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπόμνυμι
συνεποπτεύω
συνεποτρύνω
συνεπουλόομαι
συνεπούλωσις
συνεπουρίζω
συνεπτυγμένως
συνεπῳάζω
συνεπωθέω
συνερανίζω
συνερανισμός
συνερανιστής
συνερανιστός
συνεραστής
συνεράω
συνεράω2
συνεργάζομαι
συνεργασία
συνεργάτης
συνεργάτις
συνεργεπιστατέω
View word page
συνερανισμός
gathering in, collecting

ShortDef

gathering in, collecting

Debugging

Headword:
συνερανισμός
Headword (normalized):
συνερανισμός
Headword (normalized/stripped):
συνερανισμος
IDX:
84977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84978
Key:

Data

{'content': 'gathering in, collecting'}