Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνέπομαι
συνεπόμνυμι
συνεποπτεύω
συνεποτρύνω
συνεπουλόομαι
συνεπούλωσις
συνεπουρίζω
συνεπτυγμένως
συνεπῳάζω
συνεπωθέω
συνερανίζω
συνερανισμός
συνερανιστής
συνερανιστός
συνεραστής
συνεράω
συνεράω2
συνεργάζομαι
συνεργασία
συνεργάτης
συνεργάτις
View word page
συνερανίζω
to join in contributing, to collect

ShortDef

to join in contributing, to collect

Debugging

Headword:
συνερανίζω
Headword (normalized):
συνερανίζω
Headword (normalized/stripped):
συνερανιζω
IDX:
84976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84977
Key:

Data

{'content': 'to join in contributing, to collect'}