Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεποκέλλω
συνέπομαι
συνεπόμνυμι
συνεποπτεύω
συνεποτρύνω
συνεπουλόομαι
συνεπούλωσις
συνεπουρίζω
συνεπτυγμένως
συνεπῳάζω
συνεπωθέω
συνερανίζω
συνερανισμός
συνερανιστής
συνερανιστός
συνεραστής
συνεράω
συνεράω2
συνεργάζομαι
συνεργασία
συνεργάτης
View word page
συνεπωθέω
help to push on
ShortDef
help to push on
Debugging
Headword:
συνεπωθέω
Headword (normalized):
συνεπωθέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπωθεω
IDX:
84975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84976
Key:
Data
{'content': 'help to push on'}