Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπιψηφίζω
συνεποικοδομέω
συνεποκέλλω
συνέπομαι
συνεπόμνυμι
συνεποπτεύω
συνεποτρύνω
συνεπουλόομαι
συνεπούλωσις
συνεπουρίζω
συνεπτυγμένως
συνεπῳάζω
συνεπωθέω
συνερανίζω
συνερανισμός
συνερανιστής
συνερανιστός
συνεραστής
συνεράω
συνεράω2
συνεργάζομαι
View word page
συνεπτυγμένως
folded

ShortDef

folded

Debugging

Headword:
συνεπτυγμένως
Headword (normalized):
συνεπτυγμένως
Headword (normalized/stripped):
συνεπτυγμενως
IDX:
84973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84974
Key:

Data

{'content': 'folded'}