Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπιχειρονομέω
συνεπιχωρέω
συνεπιψεύδομαι
συνεπιψηφίζω
συνεποικοδομέω
συνεποκέλλω
συνέπομαι
συνεπόμνυμι
συνεποπτεύω
συνεποτρύνω
συνεπουλόομαι
συνεπούλωσις
συνεπουρίζω
συνεπτυγμένως
συνεπῳάζω
συνεπωθέω
συνερανίζω
συνερανισμός
συνερανιστής
συνερανιστός
συνεραστής
View word page
συνεπουλόομαι
to be scarred quite over

ShortDef

to be scarred quite over

Debugging

Headword:
συνεπουλόομαι
Headword (normalized):
συνεπουλόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπουλοομαι
IDX:
84970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84971
Key:

Data

{'content': 'to be scarred quite over'}