Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεπιφωνέω
συνεπιχειρέω
συνεπιχειρονομέω
συνεπιχωρέω
συνεπιψεύδομαι
συνεπιψηφίζω
συνεποικοδομέω
συνεποκέλλω
συνέπομαι
συνεπόμνυμι
συνεποπτεύω
συνεποτρύνω
συνεπουλόομαι
συνεπούλωσις
συνεπουρίζω
συνεπτυγμένως
συνεπῳάζω
συνεπωθέω
συνερανίζω
συνερανισμός
συνερανιστής
View word page
συνεποπτεύω
view as an ἐπόπτης together
ShortDef
view as an ἐπόπτης together
Debugging
Headword:
συνεποπτεύω
Headword (normalized):
συνεποπτεύω
Headword (normalized/stripped):
συνεποπτευω
IDX:
84968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84969
Key:
Data
{'content': 'view as an ἐπόπτης together'}