Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπιφορτίζω
συνεπιφύομαι
συνεπιφωνέω
συνεπιχειρέω
συνεπιχειρονομέω
συνεπιχωρέω
συνεπιψεύδομαι
συνεπιψηφίζω
συνεποικοδομέω
συνεποκέλλω
συνέπομαι
συνεπόμνυμι
συνεποπτεύω
συνεποτρύνω
συνεπουλόομαι
συνεπούλωσις
συνεπουρίζω
συνεπτυγμένως
συνεπῳάζω
συνεπωθέω
συνερανίζω
View word page
συνέπομαι
to follow along with, follow closely

ShortDef

to follow along with, follow closely

Debugging

Headword:
συνέπομαι
Headword (normalized):
συνέπομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπομαι
IDX:
84966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84967
Key:

Data

{'content': 'to follow along with, follow closely'}