Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπιτροχάζομαι
συνεπιτυφόω
συνεπιφαίνω
συνεπιφάσκω
συνεπιφέρω
συνεπίφημι
συνεπιφθέγγομαι
συνεπιφορτίζω
συνεπιφύομαι
συνεπιφωνέω
συνεπιχειρέω
συνεπιχειρονομέω
συνεπιχωρέω
συνεπιψεύδομαι
συνεπιψηφίζω
συνεποικοδομέω
συνεποκέλλω
συνέπομαι
συνεπόμνυμι
συνεποπτεύω
συνεποτρύνω
View word page
συνεπιχειρέω
to attack together

ShortDef

to attack together

Debugging

Headword:
συνεπιχειρέω
Headword (normalized):
συνεπιχειρέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιχειρεω
IDX:
84959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84960
Key:

Data

{'content': 'to attack together'}