Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεπιτρέχω
συνεπιτρίβω
συνεπιτροπεύω
συνεπίτροπος
συνεπιτροχάζομαι
συνεπιτυφόω
συνεπιφαίνω
συνεπιφάσκω
συνεπιφέρω
συνεπίφημι
συνεπιφθέγγομαι
συνεπιφορτίζω
συνεπιφύομαι
συνεπιφωνέω
συνεπιχειρέω
συνεπιχειρονομέω
συνεπιχωρέω
συνεπιψεύδομαι
συνεπιψηφίζω
συνεποικοδομέω
συνεποκέλλω
View word page
συνεπιφθέγγομαι
reinforce
ShortDef
reinforce
Debugging
Headword:
συνεπιφθέγγομαι
Headword (normalized):
συνεπιφθέγγομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπιφθεγγομαι
IDX:
84955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84956
Key:
Data
{'content': 'reinforce'}