Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπιτελέω
συνεπιτέλλω
συνεπιτέμνω
συνεπιτίθημι
συνεπιτιμάω
συνεπιτρέπω
συνεπιτρέχω
συνεπιτρίβω
συνεπιτροπεύω
συνεπίτροπος
συνεπιτροχάζομαι
συνεπιτυφόω
συνεπιφαίνω
συνεπιφάσκω
συνεπιφέρω
συνεπίφημι
συνεπιφθέγγομαι
συνεπιφορτίζω
συνεπιφύομαι
συνεπιφωνέω
συνεπιχειρέω
View word page
συνεπιτροχάζομαι
to be hurried along with

ShortDef

to be hurried along with

Debugging

Headword:
συνεπιτροχάζομαι
Headword (normalized):
συνεπιτροχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπιτροχαζομαι
IDX:
84949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84950
Key:

Data

{'content': 'to be hurried along with'}