Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπισχύω
συνεπίτασις
συνεπιταχύνω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτέλλω
συνεπιτέμνω
συνεπιτίθημι
συνεπιτιμάω
συνεπιτρέπω
συνεπιτρέχω
συνεπιτρίβω
συνεπιτροπεύω
συνεπίτροπος
συνεπιτροχάζομαι
συνεπιτυφόω
συνεπιφαίνω
συνεπιφάσκω
συνεπιφέρω
συνεπίφημι
συνεπιφθέγγομαι
View word page
συνεπιτρέχω
to be correspondingly cursory

ShortDef

to be correspondingly cursory

Debugging

Headword:
συνεπιτρέχω
Headword (normalized):
συνεπιτρέχω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιτρεχω
IDX:
84945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84946
Key:

Data

{'content': 'to be correspondingly cursory'}