Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπισφραγίζω
συνεπισχύω
συνεπίτασις
συνεπιταχύνω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτέλλω
συνεπιτέμνω
συνεπιτίθημι
συνεπιτιμάω
συνεπιτρέπω
συνεπιτρέχω
συνεπιτρίβω
συνεπιτροπεύω
συνεπίτροπος
συνεπιτροχάζομαι
συνεπιτυφόω
συνεπιφαίνω
συνεπιφάσκω
συνεπιφέρω
συνεπίφημι
View word page
συνεπιτρέπω
join in permitting

ShortDef

join in permitting

Debugging

Headword:
συνεπιτρέπω
Headword (normalized):
συνεπιτρέπω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιτρεπω
IDX:
84944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84945
Key:

Data

{'content': 'join in permitting'}