Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπισφάζω
συνεπισφραγίζω
συνεπισχύω
συνεπίτασις
συνεπιταχύνω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτέλλω
συνεπιτέμνω
συνεπιτίθημι
συνεπιτιμάω
συνεπιτρέπω
συνεπιτρέχω
συνεπιτρίβω
συνεπιτροπεύω
συνεπίτροπος
συνεπιτροχάζομαι
συνεπιτυφόω
συνεπιφαίνω
συνεπιφάσκω
συνεπιφέρω
View word page
συνεπιτιμάω
to join in chiding

ShortDef

to join in chiding

Debugging

Headword:
συνεπιτιμάω
Headword (normalized):
συνεπιτιμάω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιτιμαω
IDX:
84943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84944
Key:

Data

{'content': 'to join in chiding'}