Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
συνεπισυκοφαντέω
συνεπισύρομαι
συνεπισφάζω
συνεπισφραγίζω
συνεπισχύω
συνεπίτασις
συνεπιταχύνω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτέλλω
συνεπιτέμνω
συνεπιτίθημι
συνεπιτιμάω
συνεπιτρέπω
συνεπιτρέχω
συνεπιτρίβω
συνεπιτροπεύω
συνεπίτροπος
συνεπιτροχάζομαι
View word page
συνεπιτελέω
to help to accomplish

ShortDef

to help to accomplish

Debugging

Headword:
συνεπιτελέω
Headword (normalized):
συνεπιτελέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιτελεω
IDX:
84939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84940
Key:

Data

{'content': 'to help to accomplish'}