Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπιρρώννυμι
συνεπισημαίνω
συνεπισκεπτέον
συνεπισκέπω
συνεπισκευάζω
συνεπισκοπέω
συνεπισκοποῦμαι
συνεπισκυθρωπάζω
συνεπισπάω
συνεπισπεύδω
συνεπίσταμαι
συνεπίστασις
συνεπιστατέω
συνεπιστέλλω
συνεπιστενάζω
συνεπιστήμων
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
συνεπισυκοφαντέω
συνεπισύρομαι
συνεπισφάζω
View word page
συνεπίσταμαι
to be privy to

ShortDef

to be privy to

Debugging

Headword:
συνεπίσταμαι
Headword (normalized):
συνεπίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπισταμαι
IDX:
84923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84924
Key:

Data

{'content': 'to be privy to'}