Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπιπορεύομαι
συνεπιρρέπω
συνεπιρρέω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισημαίνω
συνεπισκεπτέον
συνεπισκέπω
συνεπισκευάζω
συνεπισκοπέω
συνεπισκοποῦμαι
συνεπισκυθρωπάζω
συνεπισπάω
συνεπισπεύδω
συνεπίσταμαι
συνεπίστασις
συνεπιστατέω
συνεπιστέλλω
συνεπιστενάζω
συνεπιστήμων
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
View word page
συνεπισκυθρωπάζω
look sternly at with

ShortDef

look sternly at with

Debugging

Headword:
συνεπισκυθρωπάζω
Headword (normalized):
συνεπισκυθρωπάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεπισκυθρωπαζω
IDX:
84920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84921
Key:

Data

{'content': 'look sternly at with'}