Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεπιπονέω
συνεπιπορεύομαι
συνεπιρρέπω
συνεπιρρέω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισημαίνω
συνεπισκεπτέον
συνεπισκέπω
συνεπισκευάζω
συνεπισκοπέω
συνεπισκοποῦμαι
συνεπισκυθρωπάζω
συνεπισπάω
συνεπισπεύδω
συνεπίσταμαι
συνεπίστασις
συνεπιστατέω
συνεπιστέλλω
συνεπιστενάζω
συνεπιστήμων
συνεπιστρατεύω
View word page
συνεπισκοποῦμαι
join in examining, examine
ShortDef
join in examining, examine
Debugging
Headword:
συνεπισκοποῦμαι
Headword (normalized):
συνεπισκοποῦμαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπισκοπουμαι
IDX:
84919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84920
Key:
Data
{'content': 'join in examining, examine'}