Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπιπλοκή
συνεπιπονέω
συνεπιπορεύομαι
συνεπιρρέπω
συνεπιρρέω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισημαίνω
συνεπισκεπτέον
συνεπισκέπω
συνεπισκευάζω
συνεπισκοπέω
συνεπισκοποῦμαι
συνεπισκυθρωπάζω
συνεπισπάω
συνεπισπεύδω
συνεπίσταμαι
συνεπίστασις
συνεπιστατέω
συνεπιστέλλω
συνεπιστενάζω
συνεπιστήμων
View word page
συνεπισκοπέω
to examine together with

ShortDef

to examine together with

Debugging

Headword:
συνεπισκοπέω
Headword (normalized):
συνεπισκοπέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπισκοπεω
IDX:
84918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84919
Key:

Data

{'content': 'to examine together with'}