Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντευποιέω
ἀντευποιΐα
ἀντεύφρασμα
ἀντευχαριστητέον
ἀντεφεστιάω
ἀντεφευρίσκω
ἀντεφήδομαι
ἀντεφίστημι
ἀντεφοδεύω
ἀντεφοδιάζομαι
ἀντεφοράω
ἀντεφορμάω
ἀντεφορμέω
ἀντεφόρμησις
ἀντέχω
ἄντη
ἀντῆ
ἀντήδην
ἀντήεις
Ἀντήιος
ἀντήλιος
View word page
ἀντεφοράω
check, verify

ShortDef

check, verify

Debugging

Headword:
ἀντεφοράω
Headword (normalized):
ἀντεφοράω
Headword (normalized/stripped):
αντεφοραω
IDX:
8490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8491
Key:

Data

{'content': 'check, verify'}