Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπιλεκτέον
συνεπιλογίζομαι
συνεπιλογιστέον
συνεπιλύομαι
συνεπιμαρτυρέω
συνεπιμαρτύρησις
συνεπιμείγνυμι
συνεπιμειδιάω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπιμερίζω
συνεπιμεριστέον
συνεπινεύω
συνεπινήχομαι
συνεπινοέω
συνεπινοητέον
συνεπιορκέω
συνεπιπάσχω
συνεπιπλέκω
συνεπιπλέω
συνεπιπλοκή
View word page
συνεπιμερίζω
assign at once, at the same time

ShortDef

assign at once, at the same time

Debugging

Headword:
συνεπιμερίζω
Headword (normalized):
συνεπιμερίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιμεριζω
IDX:
84898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84899
Key:

Data

{'content': 'assign at once, at the same time'}