Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεπιλέγω
συνεπιλείπω
συνεπιλεκτέον
συνεπιλογίζομαι
συνεπιλογιστέον
συνεπιλύομαι
συνεπιμαρτυρέω
συνεπιμαρτύρησις
συνεπιμείγνυμι
συνεπιμειδιάω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπιμερίζω
συνεπιμεριστέον
συνεπινεύω
συνεπινήχομαι
συνεπινοέω
συνεπινοητέον
συνεπιορκέω
συνεπιπάσχω
συνεπιπλέκω
View word page
συνεπιμελέομαι
to join in taking care of
ShortDef
to join in taking care of
Debugging
Headword:
συνεπιμελέομαι
Headword (normalized):
συνεπιμελέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπιμελεομαι
IDX:
84896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84897
Key:
Data
{'content': 'to join in taking care of'}