Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπικαίω
συνεπικαλέομαι
συνεπίκειμαι
συνεπικελεύω
συνεπικιρνάω
συνεπικλάω
συνεπικλίνω
συνεπικοσμέω
συνεπικούρειος
συνεπικουρέω
συνεπικουφίζω
συνεπικραδαίνω
συνεπικρατέω
συνεπικρίνω
συνεπικροτέω
συνεπικρύπτω
συνεπικυρόω
συνεπικωμάζω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιλαμπρύνω
συνεπιλάμπω
View word page
συνεπικουφίζω
to lighten at the same time

ShortDef

to lighten at the same time

Debugging

Headword:
συνεπικουφίζω
Headword (normalized):
συνεπικουφίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεπικουφιζω
IDX:
84875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84876
Key:

Data

{'content': 'to lighten at the same time'}