Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεπιθωΰσσω
συνεπικαίω
συνεπικαλέομαι
συνεπίκειμαι
συνεπικελεύω
συνεπικιρνάω
συνεπικλάω
συνεπικλίνω
συνεπικοσμέω
συνεπικούρειος
συνεπικουρέω
συνεπικουφίζω
συνεπικραδαίνω
συνεπικρατέω
συνεπικρίνω
συνεπικροτέω
συνεπικρύπτω
συνεπικυρόω
συνεπικωμάζω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιλαμπρύνω
View word page
συνεπικουρέω
to join as an ally, help to relieve
ShortDef
to join as an ally, help to relieve
Debugging
Headword:
συνεπικουρέω
Headword (normalized):
συνεπικουρέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπικουρεω
IDX:
84874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84875
Key:
Data
{'content': 'to join as an ally, help to relieve'}