Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντευεργετικός
ἀντεύκρατος
ἀντευνοέω
ἀντευπάσχω
ἀντευποιέω
ἀντευποιΐα
ἀντεύφρασμα
ἀντευχαριστητέον
ἀντεφεστιάω
ἀντεφευρίσκω
ἀντεφήδομαι
ἀντεφίστημι
ἀντεφοδεύω
ἀντεφοδιάζομαι
ἀντεφοράω
ἀντεφορμάω
ἀντεφορμέω
ἀντεφόρμησις
ἀντέχω
ἄντη
ἀντῆ
View word page
ἀντεφήδομαι
exult over in turn

ShortDef

exult over in turn

Debugging

Headword:
ἀντεφήδομαι
Headword (normalized):
ἀντεφήδομαι
Headword (normalized/stripped):
αντεφηδομαι
IDX:
8486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8487
Key:

Data

{'content': 'exult over in turn'}