Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπερίζω
συνεπέρχομαι
συνεπευδοκέω
συνεπευθύνω
συνεπευφημέω
συνεπεύχομαι
συνεπέχω
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβλέπω
συνεπιβοηθέω
συνεπιβουλεύω
συνεπίβουλος
συνεπιγαυρόω
συνεπιγελάω
συνεπιγίγνομαι
συνεπιγραφεύς
συνεπιγραφή
συνεπιγράφω
View word page
συνεπιβλάπτομαι
to be damaged together with

ShortDef

to be damaged together with

Debugging

Headword:
συνεπιβλάπτομαι
Headword (normalized):
συνεπιβλάπτομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπιβλαπτομαι
IDX:
84834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84835
Key:

Data

{'content': 'to be damaged together with'}