Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπελαφρύνω
συνεπεμβαίνω
συνεπεξεργάζομαι
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπέρχομαι
συνεπευδοκέω
συνεπευθύνω
συνεπευφημέω
συνεπεύχομαι
συνεπέχω
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβλέπω
συνεπιβοηθέω
συνεπιβουλεύω
συνεπίβουλος
συνεπιγαυρόω
συνεπιγελάω
View word page
συνεπέχω
refer together to

ShortDef

refer together to

Debugging

Headword:
συνεπέχω
Headword (normalized):
συνεπέχω
Headword (normalized/stripped):
συνεπεχω
IDX:
84830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84831
Key:

Data

{'content': 'refer together to'}