Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπεκπίνω
συνεπεκτείνω
συνεπελαφρίζω
συνεπελαφρύνω
συνεπεμβαίνω
συνεπεξεργάζομαι
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπέρχομαι
συνεπευδοκέω
συνεπευθύνω
συνεπευφημέω
συνεπεύχομαι
συνεπέχω
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβλέπω
συνεπιβοηθέω
συνεπιβουλεύω
View word page
συνεπευθύνω
to help to direct

ShortDef

to help to direct

Debugging

Headword:
συνεπευθύνω
Headword (normalized):
συνεπευθύνω
Headword (normalized/stripped):
συνεπευθυνω
IDX:
84827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84828
Key:

Data

{'content': 'to help to direct'}